|
зевать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово зевать? — αναχασμιέμαι как с (ново)греческого переводится слово αναχασμιέμαι? — зевать — πολιτισμολογία — αλυχτώ — εμφορούμαι — ανέχυμα — χωροδεσπότης — σφάκτης — ορθώνω — ονομαστός — προσανατολίζω — ξώφυλλο — ανθότυρος — φουχτωσιά — λαλαγκόψωμο — αντικομματικά — υπεκφυγή — καταπαυστικός — αφρός — βλεννικός — δυσφημιστικός — ανυπόστατα — ζωοτροφείο |
|||