|
австралийский #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово австралийский? — αυστραλιανός как с (ново)греческого переводится слово αυστραλιανός? — австралийский — ομηρεία — σκουντουφλώ — φουστανελλοφόρος — μακροπρόθεσμος — αξιόλογα — φραγκοσταφλιά — αποσαθρώνομαι — απαλλοτριωτικός — σταφυλοζάχαρο — επίπληξη — πύελος — υποδέκτης — κόχη — πάχτο — εχθροπάθεια — κλύσις — χαυνώνω — κόπρος — νοολογικός — ασύσταγος — επιφυλαχτικός |
|||