Новогреческий словарь
δούρειος
δούρει|ος
уст.
деревянный
;
===
~ ίππος — троянский конь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
деревянный
? —
δούρειος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δούρειος
? — деревянный
#
(ново)греческий словарь
—
αετόμορφος
—
μπανίζω
—
τραπεζομάχαιρο
—
τζίτζερ
—
λόρδωση
—
μεσόπλευρος
—
αναρρίχηση
—
διοικούμαι
—
πανδοχείο
—
αλόμετρον
—
ομαλότητα
—
καταδρομή
—
ποιηματάκι
—
αστιγματισμός
—
ονηγός
—
βακτήριο
—
ξεμοναχιάζω
—
αφικόμην
—
κουκέττα
—
ιταμώς
—
χρονολογικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,