|
(-εως) η 1) складывание вдвое; 2) грам. удвоение; 3) лит. повтор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово складывание вдвое? — αναδίπλωσις как на (ново)греческом будет слово удвоение? — αναδίπλωσις как на (ново)греческом будет слово повтор? — αναδίπλωσις как с (ново)греческого переводится слово αναδίπλωσις? — складывание вдвое, удвоение, повтор — δαχτυλοβρεχτήρας — βραγχιοειδής — αστεροφεγγής — ιδιολατρεία — ιεροδιάκονος — βόθριον — εκλεκτικίστρια — εξαγρίωση — πιτσιρίκος — ομοβροντία — αναγορεύομαι διδάκτωρ — κορίτσι — ετερογένεση — δαιμονισμένος — οροστεγής — φωτοτοπογραφία — αλματικός — αδελφομοιρασιά — δημαγωγία — κονιορτοβριθής — χιονισμένος |
|||