Новогреческий словарь
διαδραματίζω
διαδραματίζω
играть
(роль);
~ σπουδαίο ρόλο — играть важную роль
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
играть
? —
διαδραματίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
διαδραματίζω
? — играть
#
(ново)греческий словарь
—
λεξιθηρία
—
μούσκουλο
—
μονόστηλος
—
καταγραφικός
—
ανδρώνας
—
προνοητικότητα
—
αμμοχαλικοστρωμένος
—
μαστέλλος
—
σιγαλιά
—
κίρρωσις
—
αυτοκέφαλο
—
ομοταξία
—
ετήσιος
—
καραβίδα
—
επιχάλκωση
—
ανθοδόχη
—
μυελικός
—
παπαδοκρατία
—
εξάλμιση
—
τραγουδιστικός
—
αφροδισιολόγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве