|
το глазик; === παίρνω τών ομματιών μου — уходить с глаз долой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глазик? — ομμάτιον как с (ново)греческого переводится слово ομμάτιον? — глазик — κινητός — φρονηματίας — συμπυρσοκρότησις — βέντο — ακατάδεχτος — ατομικιστής — άμισθος — αγριόχοιρος — ξούρας — μάντρισμα — μοντερνίστρια — υγραέριο — τέντωμα — αμμουδόπετρα — αμφισβητούμενος — χειροπόδαρα — κεραία — αγουροθερίζω — ζυμομύκητας — υψηλότατος — σαββατογεννημένος |
|||