|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εγκαρσίως? — — τσιμπώ — πηνίο — ανεξάλειφτος — λασκαρισμένος — αφροξυλιά — κυνηγότοπος — βουλκάνος — διαβολιά — μαϊμουδισμός — ασταφίδωτος — ορμητήριο — σάνταλο — συγχρονισμένος — γυμνός — καρπερός — κλεισιάς — καλλιεπής — σύνωρα — ζουφώνω — μωρουδέλι — φιλελεύθερος |
|||