|
трудноизлечимый; перен. непоправимый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трудноизлечимый? — δυσθεράπευτος как на (ново)греческом будет слово непоправимый? — δυσθεράπευτος как с (ново)греческого переводится слово δυσθεράπευτος? — трудноизлечимый, непоправимый — άχολος — όστια — διαδηλώτρια — περιπνευμονία — αδιέξοδος — αναίμακτος — γδάρτης — αιγοπρόβατα — Αμερικανός — παραλογιάζω — περιπολώ — μπουχός — αμφίστολος — αποκριάτικα — καθαρά — ασπρογάλιασμα — λεχρίτης — αναφλέγομαι — ευφορικά — τραχηλοτομία — συνοικισμός |
|||