|
(αόρ. προείπα и προείπον, παθ. αόρ. προλέχθηκα и προελέχθην) предсказывать, прорицать; пророчить; ~ τά μέλλοντα νά συμβούν — предсказывать будущее; === όπως προείπα или ως προείπον — [phrase]как я сказал раньше[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предсказывать? — προλέγω как на (ново)греческом будет слово прорицать? — προλέγω как на (ново)греческом будет слово пророчить? — προλέγω как с (ново)греческого переводится слово προλέγω? — предсказывать, прорицать, пророчить — βολκός — σκοτώνομαι — ιεροψάλτης — ήθηση — ωογενής — σκηνίτης — τσούρμο — εκπλειστηριάζω — κομπογιαννίτης — δημηγορία — σπινθηροψία — μουγκοφυσω — απεργιακός — αγκίστρωση — στενόμακρος — γραφίστας — ακμάζω — κατάρριψη — εννεακαίδεκα — χρονοβόρος — δεκατριπλάσιος |
|||