φύσιγξ

формы словаβ
φύσιγξ
(-ιγγος) η мед. ампула



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово ампула? — φύσιγξ
как с (ново)греческого переводится слово φύσιγξ? — ампула


ξεγεννάωχέρσωσηφανταχτόςβαρύγδουποςεκτελεστέοςπαθολογικόςψειροβότανογνέμασυγκρατούμαιαποθανατίζωαντιπολιομυελιτικόςαναρρίχνωκατουρλιάβερολινέζικοςγεμέλλικοςχαρτογραφώκορνίζααλίευσιςθεοσοφισμόςαρκουδόπουλοχειρονομώ




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit