|
(-ιγγος) η мед. ампула #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ампула? — φύσιγξ как с (ново)греческого переводится слово φύσιγξ? — ампула — ξεγεννάω — χέρσωση — φανταχτός — βαρύγδουπος — εκτελεστέος — παθολογικός — ψειροβότανο — γνέμα — συγκρατούμαι — αποθανατίζω — αντιπολιομυελιτικός — αναρρίχνω — κατουρλιά — βερολινέζικος — γεμέλλικος — χαρτογραφώ — κορνίζα — αλίευσις — θεοσοφισμός — αρκουδόπουλο — χειρονομώ |
|||