|
1) сделанный из пакли; 2) перен. немощный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сделанный из пакли? — στύππινος как на (ново)греческом будет слово немощный? — στύππινος как с (ново)греческого переводится слово στύππινος? — сделанный из пакли, немощный — μονιμοποίηση — ζωμοδόχος — πολύμοχθος — υδαρότητα — ριντό — κατάχωση — δακτυλίτιδα — παραπαίω — κωδωνίζω — ουσιαστικοποίηση — διέδυν — αγγειολογία — διαλάλημός — Γυάλινος — εθελότυφλος — πυελομετρία — στημόνι — γίγαντας — ανακαλυπτικός — αυτοαποκάλυψη — κασσιτερώνω |
|||