|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово περίαπτο? — — ανυπότακτο — καθήλωση — σπαθώδης — οθενδήποτε — άγλωσσος — σουπάρω — φιαλωτός — αυτενεργώ — λαμπαδοστάτης — φαρμακογνωσία — ασπλάγχνος — χοντροκάμωτος — ζωοβένθος — τελωνοσταθμάρχης — ψυχομαντεία — τιμωρός — ακροθαλασσιά — μαμελετζής — αρκουδιάρης — μαθές — ρεφερέντουμ |
|||