Новогреческий словарь
καταπρόσωπο
καταπρόσωπο
в лицо
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
в лицо
? —
καταπρόσωπο
как с
(ново)греческого
переводится слово
καταπρόσωπο
? — в лицо
#
(ново)греческий словарь
—
πολωσιοσκόπιο
—
Ελληνίδα
—
ανθοκόμος
—
καταποδιαστός
—
συγκεντρώνομαι
—
δέσποινα
—
αφώνητος
—
αναθρεπτήριον
—
μάγουλο
—
μακροημερεύω
—
εναντιώνομαι
—
απόκαυτρο
—
περόνη
—
σταυροπατέρας
—
απρόφταστος
—
ανεξαγόραστος
—
ασκοπήρα
—
φοροδιαφεύγω
—
ρουσφετολογώ
—
ελλοχεύω
—
αχθοφορία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве