|
геол. складчатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово складчатый? — στολιδώδης как с (ново)греческого переводится слово στολιδώδης? — складчатый — συνθετικός — αρχοντογιός — δοξαράτος — αποτέτοιος — ομόχρους — καταφατικά — πιλάτεμα — λεμονόφλουδα — πολυλογία — σαμποτάρω — υβρίστρια — τηλεγραφείο — αποβιταμινωμένος — τσιγκούνης — βεζιγάντι — γουρουνοβοσκός — επιμελώ — ερυθροπώγων — αρχετυπικά — ανατροπεύς — θανάσιμα |
|||