|
το цветочная эссенция; κολόνια από ~ — цветочный одеколон #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово цветочная эссенция? — ανθόνερο как с (ново)греческого переводится слово ανθόνερο? — цветочная эссенция — εικοσάρι — επίκαιρα — καταπονω — ζυμώνω — πασχάζω — κρυαίνω — ενιαίος — πλεονέκτημα — ψόφος — γκεστάω — υποχρεωτικά — βατίς — υποκαπνισμός — απογένομαι — διαγουμισμένος — αφιλομάθεια — παράμερα — αποφύλλωση — συνταγματικός — δίφωνος — λοξός |
|||