|
η : είναι ~ — а) умопомрачительно красивый человек; б) умопомрачительная вещь #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ζούρλια? — — αστή — μολυβδίαση — συγκατοχή — αποξυλιάζω — ερπύστρια — συγκρητικός — σωλήνα — περιχαρής — αναρροθμίζω — επιπεδοσφαιρικός — βλαχικός — λεφτάς — αγιαστήρα — εύφρων — ασφράγιστος — κατάβαθα — ορθοπαιδική — νεανθής — αλαφροπιάνω — κηρώδης — σκίζα |
|||