Новогреческий словарь
συγκατάθεση
συγκατάθεση
η
согласие; разрешение
;
δίνω τή συγκατάθεση μου — разрешать, давать своё согласие
;
χωρίς τή ~ — без разрешения
;
αμοιβαία ~ — взаимное согласие
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
согласие
? —
συγκατάθεση
как на
(ново)греческом
будет слово
разрешение
? —
συγκατάθεση
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκατάθεση
? — согласие, разрешение
#
(ново)греческий словарь
—
αψυχαγώγητος
—
αριστερά
—
συγκαταβατικώς
—
διανάττω
—
τσινώ
—
επαρχιωτοπούλα
—
περιστύλιο
—
πιθανόν
—
αποτέλειωμα
—
θυμικός
—
μοιρολογώ
—
δωρολήπτης
—
επίφρακτος
—
πιλάλα
—
ομογνωμοσύνη
—
ρακοφορώ
—
υπερόπτις
—
ατρούπωτος
—
αλωνιάτικα
—
αλήτισσα
—
αποκαμωμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве