|
η согласие; разрешение; δίνω τή συγκατάθεση μου — разрешать, давать своё согласие; χωρίς τή ~ — без разрешения; αμοιβαία ~ — взаимное согласие #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово согласие? — συγκατάθεση как на (ново)греческом будет слово разрешение? — συγκατάθεση как с (ново)греческого переводится слово συγκατάθεση? — согласие, разрешение — μυστικιστικός — ολόκοντα — αντιβασιλεία — δεκαπεντασύλλαβος — αεικινησία — ξεγελάστρα — δυσεπίλυτος — αντεξετάζω — αποπάτι — περιστέρι — κλιβανοφόρος — εξοδιαστής — καρπουζοκέφαλος — πλαγιοφύλακας — ανταποκρινόμενος — επισκόπηση — παρθενικός — βουλγάρική — γνωριστής — διαιρετός — τολμητίας |
|||