Новогреческий словарь
αιβασιλιάτικος
αιβασιλιάτικ|ος
новогодний
;
δόρα ~α — новогодние подарки
;
~η πίττα — новогодний пирог
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
новогодний
? —
αιβασιλιάτικος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αιβασιλιάτικος
? — новогодний
#
(ново)греческий словарь
—
επιπλωτήρ
—
κυριακάτικος
—
συκολός
—
καψυλλίωσις
—
ανθυποσμηναγός
—
πολιτιστικά
—
στέψη
—
επιστολογραφικός
—
αμμουδα
—
πικρόσκοτος
—
λιβανιστής
—
απαστράπτω
—
καλαθοπλεκτική
—
κρασόνερο
—
αδικοχαμένος
—
οικοπεδοποιούμαι
—
ιχθυοτροφείο
—
φωτισμός
—
καταστροφισμός
—
υπεργλυκαιμία
—
επιμήνια
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве