|
(-ήρος) ο поплавок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово поплавок? — επιπλωτήρ как с (ново)греческого переводится слово επιπλωτήρ? — поплавок — φιλοδωρώ — λαχούρι — ελπιστός — ψιλοκαμωμένος — αρθρογράφημα — γουρνάς — καπάκωμα — διορθωτής — φωλεία — βουτυράκι — αιματόξυλο — λιάστρα — έμαθα — αποπτύω — γεβεντισμένη — γαστρίμαργος — γρούξιμο — λαχανοπώλης — ακαταζήτητος — αρχιλήσταρχος — παρηκμασμένος |
|||