|
(αόρ. μανκάρισα) улечься (о ветре) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улечься? — μανκάρω как с (ново)греческого переводится слово μανκάρω? — улечься — μαχαραγιάς — εικοσαπλούς — ευκολόγνωρος — αυτοπροστασία — συνωμοτικά — ξαγρύπνια — νοσολογία — λούνω — αντίστοιχος — πλακίδιο — μανιφέστο — βαθύτητα — πλεονεκτικός — δογματίζω — ξοπλίζω — πλαγκτολογία — λειτουργία — ζώνη — φανατίζω — καλιακούδα — νηκτικά |
|||