μανκάρω

формы словаβ
μανκάρω
(αόρ. μανκάρισα) улечься (о ветре)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово улечься? — μανκάρω
как с (ново)греческого переводится слово μανκάρω? — улечься


μαχαραγιάςεικοσαπλούςευκολόγνωροςαυτοπροστασίασυνωμοτικάξαγρύπνιανοσολογίαλούνωαντίστοιχοςπλακίδιομανιφέστοβαθύτηταπλεονεκτικόςδογματίζωξοπλίζωπλαγκτολογίαλειτουργίαζώνηφανατίζωκαλιακούδανηκτικά




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit