|
η мед. фобия; боязнь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фобия? — φοβία как на (ново)греческом будет слово боязнь? — φοβία как с (ново)греческого переводится слово φοβία? — фобия, боязнь — βέλασμα — καταχρεώνω — καστραβέτσι — τελωνίζω — γραφομαντεία — εκτέμνω — μοιροχάρτι — γιασεμόλαδο — ομοιόπτωτος — αμφίβιος — ετεροκλινής — κοινοπραγία — μουγγαίνομαι — εκγαλλισμός — Ιούνης — τραχύτητα — αντισοβιετικός — υπαρξίστρια — σύμβουλος — πυκνοφούντωτος — ψυχολογιαρχία |
|||