|
η шелководство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шелководство? — μεταξοσκωληκοτροφία как с (ново)греческого переводится слово μεταξοσκωληκοτροφία? — шелководство — κτήριο — προεξάγω — ζυγιάστρα — ανασταίνω — ανακάλυψη — εύθυμος — κασσιτεροκόλληση — σύζευξη — αβαντσάρω — απόληψη — τουμπίτσα — σαφηνίζω — μελισσοτροφείο — επικρεμώ — δίκυκλον — λαρυγγοπληγία — ανθοπώλης — συντόμως — ευμάρεια — πλεονεκτικότητα — βαθμολογικά |
|||