|
бесстрашный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бесстрашный? — ατρόμαχτος как с (ново)греческого переводится слово ατρόμαχτος? — бесстрашный — παγγερμανισμός — διαβατάρικος — σιαλώ — λαιμουδιά — κουράζομαι — θυροτηλέφωνο — δερματοστιξία — πυροηλεκτρισμός — θαλασσογενής — ευτραφής — επαργυρτικός — απρόσκοφτος — εξωφρενισμός — σταφίδιασμα — ρηματάκι — δερμίτις — σύγκρατος — γκεστίζω — στημονίζω — υποδεκανέας — μορφοδυναμική |
|||