|
1) фосфорический; 2) фосфорный; ~όν άλας — фосфат #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фосфорический? — φωσφορικός как на (ново)греческом будет слово фосфорный? — φωσφορικός как с (ново)греческого переводится слово φωσφορικός? — фосфорический, фосфорный — χαλκοχυτικός — γελαστής — τυμπανιαίος — φτέρνα — αποστεγάζω — μελόπιτα — αναβαθμίς — σκύβαλο — εξονύχιση — πριμιτιβιστής — ομίλημα — πρόχειρα — μαστόρισσα — αυριανός — χειροσκοπία — εκείμην — γυαλοκόπημα — δίωρος — δαχτυλομπογιά — σκανδαλώδης — αξελάκκιαστος |
|||