|
салоникский, из Салоник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово салоникский? — σαλονικιός как на (ново)греческом будет слово из Салоник? — σαλονικιός как с (ново)греческого переводится слово σαλονικιός? — салоникский, из Салоник — μυρουδιά — σκυλόδοντο — μετρούμαι — χαραμάδα — κρυολόγημα — ποικιλόπτερος — χειραγωγώ — κλαπάτσα — βούζούνας — στραβολαιμιάζω — μαμμά — ενδοφλεβίτις — πλαστογραφικός — βομβαρδισμός — κρουπιέρης — κακόδεχτος — ξυλοκοπάνισμα — καλόγερος — αδερφικάτα — μεταξοσκωληκοτρόφος — άχραντος |
|||