|
ο 1) жених; 2) претендент; ~ του θρόνου — претендент на престол #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово жених? — μνηστήρας как на (ново)греческом будет слово претендент? — μνηστήρας как с (ново)греческого переводится слово μνηστήρας? — жених, претендент — βαλκανιονίκης — παιδολόγι — οπλασκία — προγόνι — ηχογράφία — φαινολογία — αυτοδικία — θερμοφόρος — μοσχοκάρφι — δουλικότητα — αρχέτυπο — κιβωτιόσχημος — χρονικογράφος — δύσβατος — τανύζω — εναρβρώνω — βακχευτής — φθορισμός — σκώμμα — ζυθοποσία — αψάδα |
|||