Новогреческий словарь
μνηστήρας
μνηστήρας
ο 1)
жених
;
2)
претендент
;
~ του θρόνου — претендент на престол
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жених
? —
μνηστήρας
как на
(ново)греческом
будет слово
претендент
? —
μνηστήρας
как с
(ново)греческого
переводится слово
μνηστήρας
? — жених, претендент
#
(ново)греческий словарь
—
ξαναφούντωμα
—
κοπαδιάρικος
—
αδικαίωτος
—
τιττύβισμα
—
σουρντίνα
—
μαστίτις
—
φράγκο
—
φκιασίδι
—
συνοδίτης
—
αντοχή
—
γκολ
—
ισοσκελίζω
—
χελωνιάρης
—
μαλάκωμα
—
παρατηρούμαι
—
ορφάνεμα
—
ευκολογνώριστος
—
αθάνατοι
—
βουρκονέρι
—
ξενιτευμός
—
εκπολιορκώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω