|
(-έως) ο юр. доверенное лицо; ~ τών δικαιωμάτων — правопреемник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доверенное лицо? — εκδοχεύς как с (ново)греческого переводится слово εκδοχεύς? — доверенное лицо — μαννάρι — παξιμαδάκι — καντάτα — αποκαυκαλίζω — αναρπάζομαι — εξαγόρασμα — δίπλινθος — καραδοκώ — ηχητικά — συμφιλιώτρια — ξυρός — εγκάρδιος — βαρύθυμα — ενδογενής — υμάς — οργή — χορικός — διακυλίω — επιφλοιώδης — αργούτσικος — αχρωματισμός |
|||