|
η лужа; === γίνομαι ~ — промокнуть до костей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лужа? — λούτσα как с (ново)греческого переводится слово λούτσα? — лужа — πολιτοφύλακας — ερρηξα — στάνταρτ — αντικρατικός — σκανιάζω — γυφτόπουλο — στεφανοθήκη — αζυμος — λαβομάνο — εξοδιάστρα — άπας — γνέψιμο — μεταφραστικός — πυλωρικός — πληρεξούσιος — εμετώδης — μηνιάτικος — χαραμοφάης — περιπνευμονία — κρυψώνας — ιχθυοειδής |
|||