|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αποφασιστικά? — — ξεσηκώνω — χυλώδης — παραποτάμιος — αναψήφιση — σέλινο — συνδυαστικός — παρηγορίητής — αναξιόπαθος — ζυμέλαια — ξηρασία — επιτροπεύομαι — στοματίτιδα — αβλαστάρωτος — αλληθώρισμα — μέν — αιθεροβάτης — παραγιός — ουρία — ορεογραφία — χρονιάρης — ένθεν |
|||