|
η 1) миф. Афродита; 2) астр. Венера #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово Афродита? — Αφροδίτη как на (ново)греческом будет слово Венера? — Αφροδίτη как с (ново)греческого переводится слово Αφροδίτη? — Афродита, Венера — γερόντιο — αχάλκωτος — πυρηνελαιουργία — μονόχορδος — χειμωνόπουλο — γαργάλητό — βαμβακερά — κοτόρυξις (-εως) — σωσίας — ξεφυλλίζω — ελεφαντένιος — υλικότητα — πανούκλα — ειδοποιούμαι — έμβασις — ναυπηγική — υποθήκη — μονοκόκκαλος — μισοσβήνω — διάρμισμα — χειροτέχνιδα |
|||