|
осуждать, порицать самого себя #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осуждать? — αυτοκατακρίνομαι как на (ново)греческом будет слово порицать самого себя? — αυτοκατακρίνομαι как с (ново)греческого переводится слово αυτοκατακρίνομαι? — осуждать, порицать самого себя — γυφτοχαρατσής — τεσσερισήμισι — ηφαιστειότητα — λειχηνικός — καραγκούνισσα — αιθεροβάτις — επενδυτής — χιονοστιβάδα — ανελεύθερος — σαφηνιστικός — αυθαιρετώ — σμαραγδόχρους — ζουρλαμάρα — απόπνοια — πρατήριο — αναδεκτή — προσκυνώ — αναδιορθώνω — ηθογραφία — ρεφορμιστικός — άσθμα |
|||