Новогреческий словарь
τσαρδάκα
τσαρδάκα
η 1)
навес
;
2)
шалаш
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
навес
? —
τσαρδάκα
как на
(ново)греческом
будет слово
шалаш
? —
τσαρδάκα
как с
(ново)греческого
переводится слово
τσαρδάκα
? — навес, шалаш
#
(ново)греческий словарь
—
ζωηρεύω
—
ηλεκτρομαγνήτης
—
κεκανονισμένος
—
ασύμπονος
—
αρχισυντάχτης
—
εκτραχύνομαι
—
μουσουνίζω
—
κόφινος
—
αναπληρώσιμος
—
αντιφατικός
—
ηλεκτρικά
—
συκάμινος
—
χαϊδιάρικος
—
γραμμοφωνητζής
—
περιέργεια
—
τορευτής
—
τριήμερο
—
τρισέγγονο
—
σκουπίδι
—
αποβουτυρώνω
—
νηφάλιος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве