|
1. крестильный; 2. (о) крестник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крестильный? — βαφτιστικός как на (ново)греческом будет слово крестник? — βαφτιστικός как с (ново)греческого переводится слово βαφτιστικός? — крестильный, крестник — βούδι — μυστικοπαθής — κυδώνι — ανεπανάληπτος — μυλωνάς — χάντρα — ολοχρονής — προγναθισμός — πανδοχείο — μερομήνια — αδείπνητος — ψένω — λίβελλος — γλυκοκοίταγμα — υστεροβουλία — ανιώ — έξωση — υποπλέω — διαπαλαίω — σκωπτικά — μεταξουργείο |
|||