|
(-εως) σινάπι τό бот. горчица #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово горчица? — σίναπι как с (ново)греческого переводится слово σίναπι? — горчица — κεφαλαιοκράτης — κωλοσούρνομαι — θορυβοποιώ — τσακώνομαι — αθήλαστος — λευκότητα — πυροσβεστικός — γοητευμένος — αγύψωτος — ριζοβόλημα — χρωματοποξίς — γύρωθεν — χαλιέμαι — κρύφιος — ασύρματος — άσβεστος — διαπυρώνω — χωματένιος — φιλοκερδής — ατμοσφαιρολογία — εκκομίζω |
|||