|
подвешивать, вешать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово подвешивать? — αποκρεμάζω как на (ново)греческом будет слово вешать? — αποκρεμάζω как с (ново)греческого переводится слово αποκρεμάζω? — подвешивать, вешать — εκχωρητής — γλειφιτζούρι — εξοφλητικός — Βλαχία — πονόψυχος — μετριοφρονώ — θαλασσοχελώνη — Φραγκιά — γαστροσκόπιο — κολπίσκος — προχρονολογώ — πεντάλεπτος — μελινίτις — ορός — χειραφεσία — σαπουνάδικο — εικοσαριά — αποχρωματίζω — ενθρονιασμός — μπότα — κεραμιδαριό |
|||