|
η колесо; ~ τιμονιού — мор. штурвальное колесо #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово колесо? — ρόδα как с (ново)греческого переводится слово ρόδα? — колесо — αποδείπνι — σαξοφωνίστας — σταυρόκομπος — ακριβός — προαφαιρώ — εύνομος — αρπαχτικός — εντεροκήλη — ασύλητος — αρμογή — ορθοφρονώ — απικρος — θωρακωτός — εξολισθάνω — δάσκαλος — εξαφνίζω — αμάλλιαστος — κορδώνομαι — φοβισμένος — φυσομάνημα — καλφαλίκι |
|||