Новогреческий словарь
ρόδα
ρόδα
η
колесо
;
~ τιμονιού — мор. штурвальное колесо
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
колесо
? —
ρόδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ρόδα
? — колесо
#
(ново)греческий словарь
—
δίκερος
—
ποταπότητα
—
βολεύω
—
αποκοντρίασμα
—
θανατοποινίτης
—
διλεττάντης
—
καλάθι
—
μεμβράνη
—
ανδρικός
—
καραβόσκυλος
—
αναφωνήτρια
—
σπορευτής
—
ανεμόχιονο
—
υπέρλεπτος
—
φίμωτρο
—
χιονοστρόβιλος
—
αμφισβητώ
—
τετράκλινος
—
χειροτέρευση
—
σφυρώ
—
σκηνικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве