|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καυχώμαι? — — ευλύγιστος — βιβλιογνώστης — ογδοήκοντα — αποβουτυρώνω — τσομπάνισσα — αναχωρητήριον — λαχανιαστός — ανιμισμός — βαρεμένος — επικονίαση — προσωπίδα — μαρτίνι — ανάλογο — μεγιστοποιούμαι — άκρια — ξενερωμένος — αυτοθαυμάζομαι — αλληλοπρόγονοι — αποπλανώ — κηδεστία — προσραφή |
|||