|
пинком; πύξ-λάξ — руками и ногами #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пинком? — λάξ как с (ново)греческого переводится слово λάξ? — пинком — αναγομώνομαι — κινίνη — σταχολογώ — μυαλγία — ολιγοέξοδος — παιάν — μανόλια — ακαμάκιαστος — καλπουζάνα — προθέρμανση — γοργοποδίζω — αγριοκυδωνιά — χτυποβρόντημα — ξεβαρκάρω — πηδαλιούχος — μεσόζωα — σιγηλός — εξότου — άμαξα — ουλορραγία — δεοτερόκλαδος |
|||