|
ο стояк, опора (для поддерживания чего-л. в вертикальном положении) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стояк? — ορθοστάτης как на (ново)греческом будет слово опора? — ορθοστάτης как с (ново)греческого переводится слово ορθοστάτης? — стояк, опора — σπαθιά — ύστερο — κοτσαύτης — αχάραχτος — νηολογημένος — υποκείμενο — κότσιαλο — επαχθής — σπιτονοικοκύρης — δάκρυο — διποδίζω — χαλκολαμπρίτης — αλιοτρίβητος — φεγγαριάρης — βίδα — χιονοπέδιλο — κακομοίρης — διαμαρτυρόμενος — εισέτι — ηγεμονίδα — αρτένω |
|||