|
болезненный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болезненный? — επίνοσος как с (ново)греческого переводится слово επίνοσος? — болезненный — αϋφαντής — μαρκάλισμα — επτανησιακός — εκμάθηση — σύγκορμος — δαμιζάνα — γωνιόμετρο — σπαθωτός — βάβισμα — χαστουκιά — καλαντζίδικο — τηλεφώνημα — ιγγλέζικος — φιλοξενία — αρμεχτά — αύλειος — έρευξη — δημοσία — αγαθόβουλος — λεβάρισμα — σί |
|||