|
(-εως) η 1) затенение; 2) перен. затмевание #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово затенение? — επισκίασις как на (ново)греческом будет слово затмевание? — επισκίασις как с (ново)греческого переводится слово επισκίασις? — затенение, затмевание — εξοστρακισμός — απίσσωτος — υποδαύλιση — νεάργυρος — αφελκύω — λεβεντομάννα — σύζευγμα — κόσμιος — νυχτέρι — ξεμαλλιάζομαι — στίλβών — λιανικώς — επανασυνδέω — διπλοχαιρετίζω — διαγώνιος — ξεμοναχιάζω — ακαροειδής — μηλομαχία — φυσιολογείο — διαχωρίζομαι — ασβεσταρειά |
|||