|
не знающий истории; неописуемый, непередаваемый; не упомянутый в истории, неописанный; неразрисованный, нерасписанный (о стенах церкви т.п.) #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ανιστόρητος? — — άκουσμα — διδάκτυλος — διαγγελέας — αναδεξιμιά — αγαλματίδιο — διάξηρος — οξυθειούχος — ἐπικονίασις — δικάζομαι — μονιστής — μαντατοφόρα — αμφιτέμνω — γλυκοκοιμούμαι — βρακάκι — επιτηδευματίας — φάπα — αποβιβαστικά — ξαγγλίζω — ρομαντικός — αδιάπταιστος — απαράλλακτος |
|||