|
литографировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литографировать? — λιθογραφώ как с (ново)греческого переводится слово λιθογραφώ? — литографировать — νοησιαρχικός — διπολικός — ομότιμος — νανοτεχνολογία — τετράχορδος — γυναικομάνι — προπρύτανις — ανελήφθην — παρέκταση — ξελόγιασμα — λέτσος — απέ — τσούγκρισμα — πεινασμένος — ανομμένος — αλλάς — δάνεισμα — πλανητάριο — πλανώ — γκρεμότοπος — πλημμορίζω |
|||