Новогреческий словарь
μαντατευτής
μαντατευτ|ής
ο
доносчик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
доносчик
? —
μαντατευτής
как с
(ново)греческого
переводится слово
μαντατευτής
? — доносчик
#
(ново)греческий словарь
—
επευφήμηση
—
καλοπιάνω
—
ακρογιαλίτικος
—
γενίκεψη
—
ευθέως
—
δρυοκολάπτης
—
γνώρα
—
απόλυτος
—
πατέντα
—
απαρνησιά
—
υπερσίτιση
—
τρίφυλλος
—
ανατριβή
—
αργολικός
—
απροαίρετος
—
ιερολογώ
—
πλανητικός
—
πιτσιλίζω
—
φαλιρισμένος
—
περασμένος
—
όνειος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве