|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεντετίζω? — — δύνουμαι — ανεμόδρομος — μονοχρωμία — ξενότροπος — σύζευγμα — φωλιάζω — χεζού — μαρμαρογλυφία — εξέδρα — κακοψύχι — ζαλίζομαι — ξυλεμπόριο — συμπαραλαμβάνω — λείλιον — χουρμαδιά — συζυγία — προφυλάττω — γκαλάντης — βενετοκρατία — ανασηκώνομαι — ψαλίδα |
|||