|
босой, необутый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово босой? — απαπούτσωτος как на (ново)греческом будет слово необутый? — απαπούτσωτος как с (ново)греческого переводится слово απαπούτσωτος? — босой, необутый — υποχονδριακός — ρίψασπις — χοντρο- — κάννη — επηνέχθην — κατοικημένος — σκουντούφλιασμα — δρύ — λεξιθηρία — χρεωφειλέτης — γκιουλές — αντιγνωμία — σέρνομαι — διδυμοτόκος — άχαρος — απλούστευσις — θερμαντικό — μικροκάμωτος — ορθοπαιδική — αχυρόχρους — υποζύγιος |
|||