|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово πρασινογάλαζος? — — απεριόριστος — ζουλίζω — κατακαίω — επίπαση — πολιτευόμενος — περσικά — ακαλαίσθητος — ριτσινόλαδο — ντρέντνωτ — ανήκεστος — αρτηριοπάθεια — σφαλιαρώνω — Η — κλειδομανταλώνω — αντεκδικητικά — πυρετωδώς — σκεπαστός — μπαρκάρω — σαϊτεύω — παθητικότητα — στέρηση |
|||