|
распутный (о старике) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распутный? — γεροπαραλυμένος как с (ново)греческого переводится слово γεροπαραλυμένος? — распутный — σκάρφί — πεζούρα — ενδυναμωτής — ερμηνεύσιμος — πανήγυρη — μιμητική — δυστυχώ — δίφορος — αναχωμάτωση — ζωϊτσα — κινησιολογία — ζωοκλέπτης — αμφίκυρτος — παρκάρισμα — σπεκουλάντικος — συνομήλιξ — ανεξονύχιστος — ξεκάλτσωμα — αρκτοκέφαλος — μεσάντρα — ξετραχηλισμένος |
|||