|
распутный (о старике) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распутный? — γεροπαραλυμένος как с (ново)греческого переводится слово γεροπαραλυμένος? — распутный — πλειοψηφών — καρδιοχειρουργός — οξονικός — πεζοναύτης — ζευγάρι — ψωριασικός — χούϊ — αποζυμώνω — ευλογητός — στούπωμα — γαλατάδικο — παριτέ — γιλέκο — νοθεύω — μακάρι — αυτοδιορισμός — προσλαμβάνω — εκατόμβη — οκά — χαρτονόμισμα — γιορτινός |
|||