|
1) лесистый; 2) волосатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лесистый? — δασερός как на (ново)греческом будет слово волосатый? — δασερός как с (ново)греческого переводится слово δασερός? — лесистый, волосатый — αποδίδων — διαιτολόγιο — απαρουσίαστος — ευειδής — αντικρυστός — πατριαρχώ — κοντράλτο — εθελοντικός — ριζικό — ουρανόσταλτος — τυραννιέμαι — ηδονικά — ξεπαρθενεύω — απειροκαλία — γδούπος — αλωτός — δειλινός — αξεμπέρδευτος — ψυχοπόνια — αφιδρωτικός — καρβουνιάρικο |
|||