|
η мед. 1) проказа; 2) перен. зараза #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово проказа? — λέπρα как на (ново)греческом будет слово зараза? — λέπρα как с (ново)греческого переводится слово λέπρα? — проказа, зараза — υδροσωλήνας — επτάμηνο — θωρακίτης — γιός — θεατρισμός — προσκυνητής — ρεσιτάλ — παγκοσμιότητα — πλέμπα — αλανιάζω — εγγλέζος — αλφαβητισμός — αγιατρεψιά — κλειδοκράτης — εγχύμωση — προμηθεϊκός — διψασμένος — αλατοπιπερωμένος — μοναχοπαίδι — εικονογράφημα — δηλητηριώδης |
|||